Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πως θα γίνει μηντιακά εγγράμματη η κοινωνία

Του Αντώνη Ζαρίντα

Πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Δημοσιογραφία, Τεύχος 13, Άνοιξη 2017


Το καλοκαίρι του 2012 ένα ολιγόλεπτο ερασιτεχνικό βίντεο ανέβηκε στο Youtube με σκοπό να αποτελέσει τον προπομπό μιας ταινίας επ’ ονόματι «The innocence of muslims», η οποία παρουσίαζε υποτιμητικά τη ζωή του προφήτη Μωάμεθ. Η είδηση για την ταινία διαδόθηκε ανά τον κόσμο με αστραπιαίο ρυθμό πυροδοτώντας έντονες αντιδράσεις και αιματηρές διαμαρτυρίες στις αραβικές, κυρίως, χώρες. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2012, εκατοντάδες άνθρωποι τραυματίστηκαν και δεκαεννέα σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια διαμαρτυριών σε διάφορες χώρες, ενώ η δολοφονία του Πρέσβη των ΗΠΑ στη Λιβύη αποδόθηκε στις ταραχές που προκάλεσε η ταινία (Whitaker & McCarthy, 2012). Συν τοις άλλοις, στο Αφγανιστάν απαγορεύθηκε το Youtube, ενώ στο Πακιστάν ένας Υπουργός υποσχέθηκε αμοιβή εκατό χιλιάδων δολαρίων στο άτομο που θα σκοτώσει τον παραγωγό. Τελικά, η ταινία προβλήθηκε μόνο μία φορά σ’ έναν κινηματογράφο του Χόλυγουντ.

Οποιοσδήποτε με στοιχειώδεις γνώσεις ψηφιακών Μέσων μπορεί να προσεγγίσει ένα παγκόσμιο κοινό. Μια μικρή ανάρτηση είναι ικανή να προκαλέσει ανυπολόγιστες αλυσιδωτές αντιδράσεις. Την ίδια στιγμή, οι εμβαπτισμένοι στον μηντιακό ωκεανό –όλοι, δηλαδή– είναι δέκτες αμφιλεγόμενων μηνυμάτων, αλλά και παραγωγοί τους. Η εξέλιξη αυτή συνιστά τομή στην ιστορία της ανθρώπινης επικοινωνίας. Στο εξής, όλοι γίνονται δυνητικοί παραγωγοκαταναλωτές, αμφισβητώντας τους στατικούς ρόλους, τη φύση της παραδοσιακής επικοινωνίας/ενημέρωσης και αλλάζοντας εν τέλει το ίδιο το μήνυμα. Πομπός και δέκτης δεν έχουν πλέον τις αυτονόητες παραδοσιακές θέσεις τους στην επικοινωνία, αλλά μέσα σε μια υβριδική κατάσταση εναλλάσσονται και μεταλλάσσονται.

Τα Μέσα δεν αποτελούν μονάχα ένα πεδίο διασκέδασης. Η πλήρης «Μεσοποίηση» του πολιτισμού τοποθετεί, με αποφασιστικό τρόπο, τα Μέσα στο θεμέλιο της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής. Όλες οι σφαίρες της ζωής –εργασία, εκπαίδευση, εμπόριο, κοινωνικές σχέσεις, οικογένεια, ψυχαγωγία, ακόμη και η ίδια η ιδιότητα του πολίτη– αναπόφευκτα και αναγκαστικά βασίζονται στην υποδομή των Μέσων (Livingstone & Wang, 2014). Η υποδομή αυτή είναι πολυσχιδής, πολυσύνθετη, αδιαφανής και διαθέτει τη δική της γλώσσα και γραμματική. Απαιτείται, λοιπόν, μια νέα μορφή εκπαίδευσης και γραμματισμού, η οποία θα καταστήσει τα άτομα ικανά να κινούνται στους νέους χώρους επικοινωνίας έξυπνα, δημιουργικά και κριτικά. 

Η Εκπαίδευση στα Μέσα (Media Education) θεωρείται η διαδικασία διδασκαλίας και μάθησης όλων των Μέσων, παραδοσιακών και σύγχρονων. Το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής είναι ο γραμματισμός στα Μέσα (Media Literacy), τουτέστιν η ικανότητα αποκωδικοποίησης, αξιολόγησης, ανάλυσης και παραγωγής έντυπων και ηλεκτρονικών Μέσων (Buckingham, 2008). Ο μηντιακός γραμματισμός είναι απαραίτητος για την ομαλή ένταξη και συμμετοχή στην κοινωνική ζωή του 21ου αιώνα όπως ακριβώς ο βασικός γραμματισμός (ανάγνωσης-γραφής-αριθμητικής) ήταν για τον 20ό αιώνα.

Η Εκπαίδευση στα Μέσα εδράζεται σε κάποιες θεμελιώδεις παραδοχές (Aufderheide, 1992). Κατ’ αρχήν, τα Μέσα δεν αντανακλούν την εξωτερική πραγματικότητα, ούτε είναι καθρέφτης ή παράθυρο στον κόσμο. Τουναντίον, κατασκευάζουν αναπαραστάσεις, οι οποίες δεν είναι φυσικές, αλλά παράγονται μέσα σε διάφορα πλαίσια και έχουν συγκεκριμένες συνέπειες. Επιπλέον, για κάθε Μέσο ισχύουν ξεχωριστές συμβάσεις και κώδικες επικοινωνίας που διαμορφώνουν αναλόγως το μήνυμα. Σε αυτό το πλαίσιο, το κοινό δεν στέκεται αδύναμο μπροστά στα πανίσχυρα Μέσα, αλλά διαπραγματεύεται και νοηματοδοτεί τα μηνύματα με διάφορους τρόπους. 

Η ανάδυση μιας μηντιακά εγγράμματης κοινωνίας στην οποία οι πολίτες θα έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες, θα τις νοηματοδοτούν και θα τις διαμοιράζουν συνιστά μια πανθομολογούμενη ανάγκη. Η χρήση και η πρόσβαση μόνες, όμως, δεν είναι ικανοποιητικά εφόδια για τον σημερινό υπερεπικοινωνιακό κόσμο. Αυτό που χρειάζεται είναι ολιστική μηντιακή επάρκεια. Ως εκ τούτου, εκτός από την ελεύθερη πρόσβαση, η μηντιακή εκπαίδευση εστιάζει στην κριτική ανάλυση, στη δημιουργία μηνυμάτων ποικίλων μορφών, στον αναστοχασμό των ατομικών πρακτικών, ενώ ενθαρρύνει τη δράση με σκοπό την επίλυση προβλημάτων και τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας. 

Σημαντικοί διεθνείς οργανισμοί αναγνωρίζουν επισήμως την κρισιμότητα της εκπαίδευσης στα Μέσα. Συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με έκθεση του 2009 (IP/09/ 1244) ενθαρρύνει τα κράτη-μέλη να συμπεριλάβουν τον γραμματισμό στα Μέσα σε δράσεις της κοινωνίας και δη στα αναλυτικά προγράμματα της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, ενώ η ΟΥΝΕΣΚΟ υπογραμμίζει ότι η Εκπαίδευση στα Μέσα είναι ένα θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα που βελτιώνει την ποιότητα ζωής και συμβάλλει στην αειφόρο ανάπτυξη, αλλά και στην ενεργό ανάμειξη των πολιτών στα κοινά. 

Με βάση τα παραπάνω, ο γραμματισμός στα Μέσα αποτελεί βασική δεξιότητα ζωής σ’ έναν κόσμο εκρηκτικής αύξησης και διακίνησης πληροφοριών. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να καλλιεργείται σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Σημαίνοντα ρόλο καλούνται να διαδραματίσουν τα σχολεία, οι γονείς, οι βιβλιοθήκες, οι κοινότητες και οι ίδιοι οι οργανισμοί ΜΜΕ.

Στα σχολεία είναι ωφέλιμο οι δεξιότητες γραμματισμού στα Μέσα να εισάγονται από το νηπιαγωγείο συνιστώντας μια στάση απέναντι στη μάθηση που διαπνέει ολόκληρο το σχολικό και αναλυτικό πρόγραμμα. Η ευρύτερη εικόνα της παιδαγωγικής φιλοσοφίας των Μέσων καταδεικνύει ότι πρόκειται περί μιας εκπαιδευτικής τάσης που προτάσσει την αναγκαιότητα να συγχρονιστεί ο θεσμός του σχολείου με τις πολιτισμικές, πολιτικές, οικονομικές, πνευματικές, και ηθικές αλλαγές που επισυμβαίνουν στο εξελισσόμενο μηντιακό περιβάλλον. 

Η διδασκαλία των Μέσων στα σχολεία δεν είναι εστιασμένη στο να αλλάξει τα Μέσα, αλλά την εκπαιδευτική πρακτική, ώστε να αυξήσει τις γνώσεις και δεξιότητες των μαθητών. Προσφέρει τη δυνατότητα μετασχηματισμού της τάξης και του σχολείου σε ένα μέρος όπου οι φωνές των μαθητών αποκτούν αξία και σεβασμό. Συνακόλουθα, οι μαθητές μεταφέρονται από την περιφέρεια στην κεντρική σκηνή διαμορφώνοντας και τροφοδοτώντας τη μαθησιακή διαδικασία. Στην παιδαγωγική των Μέσων τα θέματα αναδύονται από τις ζωές και εμπειρίες των παιδιών, κάτι που σημαίνει ότι η δημοφιλής κουλτούρα εισέρχεται στην τάξη. Η διδασκαλία επικεντρώνεται στην επίλυση προβλημάτων μέσω διερεύνησης και συνεργασίας, ενώ ο δάσκαλος επιτρέπει στα παιδιά και τα προτρέπει να θέτουν τα δύσκολα ερωτήματα που συνήθως αποφεύγονται, όπως για παράδειγμα για το ιδεολογικό έδαφος και τις αξίες των μηνυμάτων. Η ανάπτυξη, άλλωστε, κριτικής αυτονομίας αποτελεί θεμελιώδη στόχο της μηντιακής παιδείας (Masterman, 2001). Η κριτική, όμως, δεν πρέπει να συγχέεται με τη στείρα επίκριση των πάντων. Πρόκειται για ένα δύσκολο σημείο, όπου ο δάσκαλος των Μέσων χρειάζεται να είναι προσεκτικός να μην ολισθήσει σε ρητορεία μίσους προς τα ΜΜΕ ή και πολιτικού ευαγγελισμού. Τουναντίον, η κριτική αφορά τη διδασκαλία και ενθάρρυνση των μαθητών να ρωτούν γι’ αυτά που βλέπουν, ακούν, διαβάζουν, ακόμα και για τα δικά τους συστήματα πεποιθήσεων εν απουσία δασκάλου, ενήλικα ή οποιουδήποτε καθοδηγητή. Μπροστά, λοιπόν, από κάθε μηντιακό κείμενο ο δέκτης –παιδί ή ενήλικας– χρειάζεται να κάνει παύση και να προβληματίζεται στα κάτωθι ερωτήματα:
  • Ποιος είναι ο συγγραφέας και ποιος ο σκοπός;
  • Ποιο κοινό στοχεύει;
  • Ποιες τεχνικές χρησιμοποιούνται για να προσελκύσουν την προσοχή;
  • Με πόσους διαφορετικούς τρόπους ερμηνεύεται;
  • Ποιες αξίες, ιδεολογίες, οπτικές παρουσιάζονται ή και ποιες παραλείπονται; 
Σε κάθε περίπτωση, η δημιουργία μιας μηντιακά εγγράμματης κοινωνίας ξεκινά από τα παιδιά και τους νέους. Εκτός λοιπόν από το σχολείο, και η οικογένεια αποτελεί κύρια εστία παρέμβασης. 

Η οικογένεια αποτελεί τον προεξάρχοντα θεσμό μαζικής υποδοχής μηντιακών μηνυμάτων. Εξ αυτού, η καλλιέργεια γραμματισμού στα Μέσα βασίζεται, εν πολλοίς, στους γονείς. Προϋπόθεση αποτελεί η απομάκρυνση από πατερναλιστικές αντιλήψεις. Η απαγορευτική και υπερπροστατευτική παρέμβαση των γονιών περιορίζει δραστικά τους κινδύνους, περιορίζει όμως και τις ευκαιρίες. Επιπρόσθετα, δημιουργεί στα παιδιά λιγότερο θετικές στάσεις προς τους γονείς τους, περισσότερο θετικές στάσεις προς τα Μέσα και περισσότερη χρήση τους με φίλους στην απουσία των γονιών. Ο γραμματισμός στα Μέσα δεν καλλιεργείται με την απομάκρυνση από τα Μέσα. Αντί να περιορίζουν οι γονείς τα παιδιά για να τα προστατεύσουν από τους κινδύνους, είναι προτιμότερο να τα βοηθήσουν να αναπτύξουν τις δεξιότητες που χρειάζονται για να αξιοποιούν δημιουργικά τις δυνατότητες και να αποφεύγουν τις παγίδες (Jenkins, 2007). Τούτο σημαίνει μετακίνηση από απαγορευτική σε διαλογική προσέγγιση. Οι γονείς χρειάζεται να παρεμβαίνουν, όχι απαγορευτικά, αλλά με διάλογο, διαμεσολαβώντας τη μηντιακή χρήση των παιδιών τους και συζητώντας, για παράδειγμα, τις αναπαραστάσεις, τα στερεότυπα, τις αξίες και τα συμφέροντα πίσω από τα μηντιακά προϊόντα (Hobbs, 2011). Να καλλιεργήσουν, δηλαδή, μια οικογενειακή κουλτούρα κριτικής διάθεσης απέναντι στο κάθε Μέσο που εισχωρεί στον χρόνο και τον χώρο της οικογένειας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα παιδιά θα είναι λιγότερο ευάλωτα στις αρνητικές επιδράσεις, ενώ ταυτόχρονα θα είναι σε θέση να διαχειρίζονται έξυπνα και δημιουργικά τα διάφορα Μέσα.

Το σχολείο και η οικογένεια δεν είναι παρά μόνο μια πτυχή –σημαίνουσα, βεβαίως– μιας ευρύτερης δράσης για ανάπτυξη γραμματισμού στα Μέσα. Οι δυνατότητες εκτός σχολικής αίθουσας και οικογενειακής εστίας είναι ασφαλώς πολλές. 

Οι βιβλιοθήκες, συγκεκριμένα, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο. Η εποχή της πληροφοριακής και μηντιακής έκρηξης τις ωθεί να επανεφεύρουν τον εαυτό τους. Βρίσκονται σε μια μοναδική θέση να αναπροσδιορίσουν τον ρόλο τους εμπλουτίζοντας τη στοχοθεσία τους με τον γραμματισμό στα Μέσα και, μέσω αυτού, την ενεργοποίηση των πολιτών. Εκ των πραγμάτων, είναι ανώφελο να συνεχίσουν να λειτουργούν ως απλά αποθετήρια πληροφοριών. Οι σύγχρονες βιβλιοθήκες εξελίσσονται σε συνεργατικά μαθησιακά περιβάλλοντα (learning commons) (Loertscher & Koechlin, 2014). Δικτυωμένα κέντρα γνώσης στα οποία οι πολίτες συναντιούνται, αναζητούν, συζητούν, εκφράζονται, συμμετέχουν. Οι βιβλιοθήκες ανά τον κόσμο ανασυγκροτούνται, προσφέρουν ανανεωμένες υπηρεσίες και προγράμματα, με στόχο να βοηθήσουν τους πολίτες να γίνουν υποψιασμένοι καταναλωτές και δημιουργικοί παραγωγοί ποικίλου μηντιακού περιεχομένου (Mihailidis & Diggs, 2010). Δημιουργούν πλήρως εξοπλισμένους, ενημερωμένους και φιλόξενους συνεργατικούς χώρους, ενθαρρύνουν μέσα από διάφορες δράσεις τη γραφή και ανάγνωση των Μέσων, προωθούν τη διερευνητική και κριτική σκέψη, παρέχουν ευκαιρίες αποκρυπτογράφησης του μηντιακού οικοσυστήματος. Προτείνουν, εν τέλει, έναν δημόσιο χώρο για επικοινωνία και συμμετοχή, ένα μέρος όπου οι πολίτες των τοπικών κοινοτήτων ενδυναμώνονται και γίνονται πιο ενεργοί κοινωνικοί δρώντες. 

Ο ρόλος των τοπικών αρχών, ΜΚΟ και διαφόρων οργανώσεων της κοινωνίας είναι επίσης καίριος. Η δημιουργία διαφόρων άτυπων χώρων μάθησης, όπως προγράμματα κατάρτισης, απογευματινά εργαστήρια, κέντρα νεότητας, θερινά σχολεία για όλες τις ηλικίες κ.ά. είναι μεγάλης σημασίας. Τέτοιου είδους τοπικές δράσεις –από κάτω προς τα πάνω– εξυπηρετούν άριστα την ενίσχυση της ιδιότητας του πολίτη και του ακτιβισμού, στον βαθμό που υποστηρίζουν και ενθαρρύνουν τη μηντιακή επάρκεια και την ενεργό εμπλοκή στα κοινά, ειδικά σε κοινωνικές ομάδες που συνήθως περιθωριοποιούνται ή δεν έχουν ικανοποιητική εκπροσώπηση στη δημόσια σφαίρα.

Παράλληλα, οι οργανισμοί ΜΜΕ έχουν ευθύνη και κάθε συμφέρον να υποβοηθήσουν την κοινωνία να αναπτύξει δεξιότητες γραμματισμού στα Μέσα. Κατ’ αρχήν, αυτό θα συμβάδιζε με την αποστολή της δημοσιογραφίας ως μιας κοινωνικής υπηρεσίας προς όφελος των πολιτών και της δημοκρατίας. Πέραν τούτου, σε μια μηντιακά εγγράμματη κοινωνία, οι δημοσιογράφοι θα έχουν την ευκαιρία να αναπτυχθούν επαγγελματικά, παράγοντας τα ποιοτικά προϊόντα που επιθυμούν, αφού το κοινό θα είναι σε θέση να ξεχωρίζει και να επιλέγει τα αμερόληπτα και αξιόπιστα μηντιακά προϊόντα από τα «σκουπίδια». Η έμπρακτη δε στήριξη προγραμμάτων μηντιακής γραμματοσύνης θα κόμιζε πρόσθετο όφελος στους ίδιους τους οργανισμούς των Μέσων, αφού θα βελτίωνε τη δημόσια εικόνα τους. Ταυτόχρονα, θα αποτελούσε παράγοντα μετριασμού της κριτικής που συνήθως δέχονται, καθώς και ασπίδα απέναντι σε πιθανές κρατικές ρυθμίσεις. 

Σ’ ένα εξαιρετικά γλαφυρό βιβλίο, που τιτλοφορείται «Η τυραννία της στιγμής. Γρήγορος και αργός χρόνος στην εποχή της πληροφορίας», ο Τόμας Έρικσεν, Νορβηγός ανθρωπολόγος, παρατηρεί ότι ο άνθρωπος αντιμέτωπος με την απεραντοσύνη ενός ωκεανού πληροφορίας δεν μαθαίνει να κολυμπά. Μαθαίνει απλώς να μην χορταίνει, αν δεν τον πιει όλον, με αποτέλεσμα να πίνει και τα απόβλητά του. Το απίστευτο εύρος πληροφόρησης δεν δημιουργεί έναν περισσότερο πληροφορημένο, αλλά έναν περισσότερο συγχυσμένο πληθυσμό. Οι αλλαγές στην πληροφόρηση και την επικοινωνία αλλάζουν την κοινωνία και τον άνθρωπο (Shirky, 2009). Η ικανότητα απομνημόνευσης και ανάκλησης πληροφοριών προκαλείται μπροστά στον μηντιακό ωκεανό. Η συγκέντρωση εξαϋλώνεται σε μια κατάσταση συνεχούς αποσπασματικής προσοχής (Stone, χ.χ.), ενώ ο καταιγιστικός ρυθμός ενημέρωσης επηρεάζει την κατανόηση και κατά συνέπεια την κριτική σκέψη των σύγχρονων ανθρώπων. Στο πλαίσιο τούτο, ο άνθρωπος του μεσοποιημένου πολιτισμού χρειάζεται απαραιτήτως στάσεις και δεξιότητες που θα του επιτρέψουν να κινείται έξυπνα μέσα στο χάος του υπερεπικοινωνιακού κόσμου. Ο γραμματισμός στα Μέσα δεν πρέπει να αποτελεί εφόδιο των λίγων προνομιούχων, αλλά εφόδιο επιβίωσης όλων των ανθρώπων του 21ου αιώνα και συνεπώς αβάστακτο μειονέκτημα για όσους στερούνται αυτές τις δεξιότητες. 

Παρά ταύτα, δεν φαίνεται να υπάρχει σοβαρότητα και επιμονή στη στόχευση για μια μηντιακά εγγράμματη κοινωνία. Διάφορες παρωχημένες αντιλήψεις εμφιλοχωρούν στη συζήτηση αποστερώντας από την κοινωνία την επίγνωση των δυνατοτήτων της Εκπαίδευσης στα Μέσα. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος και της άγνοιας και των παρανοήσεων που συνδέονται με αυτό, παραμένει οδυνηρά υποτιμημένη. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι, στον χώρο της εκπαίδευσης, η μηντιακή παιδεία συγχέεται σε μεγάλο βαθμό με τη διδασκαλία με τα Μέσα αντί στα Μέσα (Buckingham, 2008). Η επιμονή και καθήλωση των σχολείων στο πρωτογενές επίπεδο των λειτουργικών δεξιοτήτων (ΤΠΕ) συνδέεται, μεταξύ άλλων, με την πίεση που ασκούν μεγάλες εταιρείες τεχνολογίας στις κυβερνήσεις προκειμένου να εισάγουν τα προϊόντα τους στα σχολεία. Η κριτική και αναστοχαστική εμβάθυνση προκαλεί δυσφορία, εν αντιθέσει με την απλή χρήση, η οποία ικανοποιεί όλους τους συνδαιτυμόνες της εκπαίδευσης. Παράλληλα, δίδεται τεράστια έμφαση –σε επίπεδο κοινωνίας– στην ασφαλή χρήση των Μέσων. Ο προστατευτισμός απέναντι στα Μέσα αποτελεί αιχμή ακόμη και στην εποχή της πλήρους μεσοποίησης του πολιτισμού. Η Εκπαίδευση στα Μέσα, υπ’ αυτό το πρίσμα, εκλαμβάνεται ως ασπίδα που θα απομονώσει τους πολίτες από τα «εγγενώς επιβλαβή» μηντιακά περιεχόμενα. Φαίνεται να εκτιμάται ως προς τη βοήθειά της για προώθηση της πρόσβασης στην τεχνολογία, εκμάθηση λειτουργικών δεξιοτήτων, παροχή εργαλείων ασφάλειας και αποφυγή καταναλωτικών συνηθειών (Livingstone & Wang, 2014). Ωστόσο, η Εκπαίδευση στα Μέσα αφορά τη διαμόρφωση ενημερωμένων, δημιουργικών και κριτικών πολιτών, οι οποίοι γνωρίζουν πώς δουλεύει το σύστημα και η γλώσσα των Μέσων, χρησιμοποιούν αποδοτικά τις διαθέσιμες τεχνολογίες, αναστοχάζονται τις μηντιακές τους πρακτικές και ασκούν κριτική σε καθετί θεωρείται αυταπόδεικτο ή γίνεται αντικείμενο εξύμνησης. 

Το διακύβευμα, λοιπόν, είναι κατά πόσο υπάρχει πραγματική επιθυμία να αναπτυχθεί μια μηντιακά εγγράμματη κοινωνία. Η καθήλωση του κόσμου σε επίπεδο μηντιακού αναλφαβητισμού διατηρεί το κοινωνικό χάσμα και τα κεκτημένα των ολίγων, οι οποίοι την ίδια στιγμή συγκεντρώνουν και διαχειρίζονται την πληροφόρηση αποκομίζοντας πλούτο και εξουσία. Όσο τα Μέσα συνεχίζουν να αποτελούν την οδό για συμμετοχή στα κοινά, τόσο ο μηντιακός αναλφαβητισμός θα μεταφράζεται σε ελλειμματική ανάμειξη του πολίτη. Οι μηντιακά εγγράμματοι πολίτες θα αξιοποιούν τα Μέσα για να πετυχαίνουν τους σκοπούς τους, ενώ οι λιγότερο ή και καθόλου καταρτισμένοι θα συνεχίζουν να αγωνίζονται να κατανοήσουν το σύστημα που τους περιβάλλει, καταδικασμένοι σε κοινωνική, πολιτική και οικονομική ακινησία. Στην πράξη οι μεγάλοι οργανισμοί ΜΜΕ επαναπαύονται σε μια κοινωνία όπου τα Μέσα κατανοούνται, αλλά δεν προκαλούνται. Υποστηρίζουν, δηλαδή, σε κάποιο βαθμό την ανάλυση του μηντιακού πεδίου, αφήνοντας όμως το πολιτικοοικονομικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κατασκευάζονται τα μηνύματα στο απυρόβλητο. Το φαινόμενο αυτό έχει περιγραφεί ως κριτική απάθεια (Teurlings, 2010). Πρόκειται για μια στάση επίγνωσης και σιωπηρής αποδοχής της ευθύνης των Μέσων στα δημοκρατικά ελλείμματα που παρατηρούνται στις σύγχρονες κοινωνίες, αλλά, ταυτόχρονα, απάθειας που οδηγεί μακριά από πολιτική δράση και αλλαγή. 

Παρόλα τα εμπόδια, η Εκπαίδευση στα Μέσα είναι προορισμένη να παρέμβει άμεσα. Συγκροτεί ένα διεπιστημονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο σχηματίζονται και υλοποιούνται δράσεις. Στον πυρήνα της έχει την ενστάλαξη της ενεργούς συμμετοχής και του εκδημοκρατισμού, οι οποίες, αναντίρρητα, αποτελούν επείγουσες προτεραιότητες για τις κοινωνίες των σημερινών χρεοκοπημένων πολιτικοοικονομικών συστημάτων. Εν μέσω μιας πρωτοφανούς και γενικευμένης κρίσης, κραυγαλέων ανισοτήτων και συσσώρευσης εξουσίας και πλούτου σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, ο γραμματισμός στα Μέσα για όλες τις ομάδες πληθυσμού είναι αναγκαίος όσο ποτέ άλλοτε. 

Βιβλιογραφία:
  1. Aufderheide, P. (1992). A Report of The National Leadership Conference on Media Literacy. Queenstown: The Aspen Institute Wye Center. 
  2. Buckingham, D. (2008). Εκπαίδευση στα ΜΜΕ. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. 
  3. Eriksen, T. H. (2001). Tyranny of the Moment. London: Pluto. 
  4. Fez International Forum. (2011). Declaration on Media and Information Literacy adopted. Fez: UNESCO. 
  5. Hobbs, R. (2011). The State of Media Literacy: A Rejoinder. Journal of Broadcasting & Electronic Media , 601-604. 
  6. Jenkins, H. (2007). Confronting the Challenges of Participatory Culture: Media Education for the 21st Century. Chicago: MacArthur Foundation. 
  7. Livingstone, S., & Wang, Y.-H. (2014). On the difficulties of promoting media literacy. Στο B. De Abreu, & P. Mihailidis, Media Literacy Education in Action (σσ. 161-172). New York: Routledge. 
  8. Loertscher, D., & Koechlin, C. (2014). Climbing to Excellence: Defining Characteristics of Successful Learning Commons. 
  9. Masterman, L. (2001). Teaching the Media. London: Routledge. 
  10. Mihailidis, P., & Diggs, V. (2010). From Information Reserve to Media Literacy Learning Commons: Revisiting the 21st Century Library as the Home for Media Literacy Education. Public Library Quarterly , 279-292. 
  11. Shirky, C. (2009). Here comes everybody: The power of organizing without organizations. New York: Penguin. 
  12. Stone, L. (χ.χ.). Continuous Partial Attention. Ανάκτηση Ιούνιος 11, 2016, από https://lindastone.net/qa/continuous-partial-attention/ 
  13. Teurlings, J. (2010). Media literacy and the challenges of contemporary media culture: On savvy viewers and critical apathy. European Journal of Cultural Studies , 359-373. 
  14. Whitaker, B., & McCarthy, T. (2012, Σεπτεμβρίου 13). The Guardian. Ανάκτηση από US ambassador Chris Stevens killed in Libya - as it happened: https://www.theguardian.com/world/middle-east-live/2012/sep/12/libya-egypt-attacks-muhammad-film-live 
  15. Ευρωπαϊκή Επιτροπή. (2009). Οδηγία IP/09/ 1244. Βρυξέλλες: Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Πολιτισμός της εικόνας και εκπαίδευση - Γιώργος Πλειός

Ο Γιώργος Πλειός στο βιβλίο του « Πολιτισμός της εικόνας και εκπαίδευση », ερευνά και αναλύει το φαινόμενο του εξεικονισμού της εκπαίδευσης, απότοκο της επικράτησης του πολιτισμού της εικόνας σε κάθε θεσμό της κοινωνίας.

Εκπαίδευση στα ΜΜΕ - David Buckingham

Το βιβλίο αποτελείται από 12 κεφάλαια χωρισμένα σε τέσσερα μέρη: Στο « Κεφάλαιο 1. Γιατί πρέπει να διδάσκονται τα ΜΜΕ; » ο Buckingham εξηγά ότι η εκπαίδευση στα ΜΜΕ (media education) είναι η διαδικασία διδασκαλίας και μάθησης των μέσων ενώ αλφαβητισμός στα ΜΜΕ (media literacy) είναι το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας, οι γνώσεις και οι δεξιότητες που αποκτούν οι εκπαιδευόμενοι. Τονίζει, επίσης, τους λόγους για τους οποίους η εκπαίδευση στα Μέσα χρειάζεται να εισαχθεί στα σχολεία. Ακόμη, καταγράφει την ιστορική εξέλιξη του πεδίου στο Ηνωμένο Βασίλειο και μέσω της κριτικής του προστατευτικού/αμυντικού μοντέλου προτείνει ένα νέο παράδειγμα εκπαίδευσης στα ΜΜΕ που δεν έχει ως αφετηρία την άποψη ότι τα ΜΜΕ είναι οπωσδήποτε και αναπόφευκτα επιβλαβή, ούτε ότι οι νέοι είναι απλώς παθητικά θύματα της επιρροής τους. Αντίθετα, υιοθετεί μια προσέγγιση εστιασμένη στους μαθητές, με αφετηρία τις γνώσεις και τις εμπειρίες που οι νέοι έχουν ήδη από τα ΜΜΕ, και όχι τις διδακτικές επιταγέ

Για την αναγκαιότητα της Εκπαίδευσης στα Μέσα

«Όταν αλλάζουμε τον τρόπο που επικοινωνούμε, αλλάζουμε την κοινωνία». Clay Shirky Προβλέπεται ότι τα Μέσα, σε όλες τους τις μορφές, θα μεγαλώσουν έως και 100 φορές σε σχέση με τον τωρινό τους όγκο μέσα στην επόμενη δεκαετία. Οι μαθητές είναι και θα συνεχίσουν να είναι εκτεθειμένοι στα μαζικά Μέσα όσο καμία άλλη γενιά στην ιστορία. Η σύγκλιση πληροφόρησης, τεχνολογίας, ελεύθερου χρόνου και εργασίας αναδεικνύει την επικοινωνία –πολυτροπική και πολυμεσική– ως το σημείο αναφοράς και το διακύβευμα των σύγχρονων κοινωνιών. Το απίστευτο εύρος πληροφόρησης δεν δημιουργεί αυτομάτως περισσότερο πληροφορημένο πληθυσμό, αλλά ίσως το αντίθετο, έναν περισσότερο συγχυσμένο πληθυσμό. Όπως, άλλωστε, παρατηρεί ο Thomas Eriksen στο βιβλίο του «Η τυραννία της στιγμής», ο άνθρωπος αντιμέτωπος με την απεραντοσύνη ενός ωκεανού πληροφορίας, δε μαθαίνει πλέον να κολυμπά, μαθαίνει απλώς να μην μπορεί να χορτάσει αν δεν τον πιει ολόκληρο. Συνεπώς, στο σημερινό περιβάλλον -του «χρόνου χωρίς χ