Τι αναμένει η κοινωνία από την εκπαίδευση στην εποχή της πλήρους μεσοποίησης του πολιτισμού; Μια προφανής απάντηση είναι η καλλιέργεια δεξιοτήτων που θα βοηθήσουν τους μαθητές να κινούνται έξυπνα, κριτικά και δημιουργικά στον απέραντο μιντιακό ωκεανό. Τούτο επιτυγχάνεται μέσω της Εκπαίδευσης στα Μέσα. Η Εκπαίδευση στα Μέσα (Media Education) είναι η διαδικασία διδασκαλίας και μάθησης των Μέσων, ενώ το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, τουτέστιν, η ικανότητα αποκωδικοποίησης, αξιολόγησης, ανάλυσης και παραγωγής τόσο έντυπων όσο και ηλεκτρονικών μιντιακών περιεχομένων ορίζεται ως γραμματισμός στα Μέσα (Media Literacy). Ο γραμματισμός στα Μέσα θεωρείται απαραίτητος για την ομαλή ένταξη και συμμετοχή στην κοινωνική ζωή του υπερεπικοινωνιακού 21ου αιώνα όπως ακριβώς ο βασικός γραμματισμός (ανάγνωσης-γραφής-αριθμητικής) ήταν για τον 20ό αιώνα. Σήμερα, εν καιρώ πληθώρας Μέσων, ψηφιοποίησης και εκτεταμένης κοινωνικής δικτύωσης αποκτά νέα αιχμή.
Η Εκπαίδευση στα Μέσα δεν αντιμετωπίζει τα Μέσα a priori ως επιβλαβή, απεναντίας αποδέχεται την αναπόφευκτη παρουσία τους, αναγνωρίζει και αναδεικνύει μαθησιακές και κοινωνικές δυνατότητες. Στον πυρήνα της τοποθετεί την ενδυνάμωση των μαθητών ώστε να είναι σε θέση να κάνουν συνειδητές επιλογές με προσωπική και κοινωνική αξία και συνεπώς να καταστούν ολοκληρωμένοι συμμέτοχοι στη σύγχρονη μιντιακή κουλτούρα. Το πλαίσιο μέσα στο οποίο εγγράφεται ορίζεται από κάποιες θεμελιώδεις παραδοχές. Κατ’ αρχήν, τα Μέσα δεν αντανακλούν την εξωτερική πραγματικότητα ούτε είναι καθρέφτης ή παράθυρο στον κόσμο. Τουναντίον, κατασκευάζουν αναπαραστάσεις, οι οποίες δεν είναι φυσικές, αλλά παράγονται μέσα σε διάφορα πλαίσια και έχουν συγκεκριμένες συνέπειες. Επιπλέον, για κάθε Μέσο ισχύουν ξεχωριστές συμβάσεις και κώδικες επικοινωνίας που διαμορφώνουν αναλόγως το μήνυμα. Την ίδια στιγμή το κοινό δεν στέκεται αδύναμο μπροστά στα πανίσχυρα Μέσα, αλλά διαπραγματεύεται και νοηματοδοτεί τα μηνύματα με διάφορους τρόπους.
Τα άτομα, λοιπόν, που συναθροίζουν το -πρώην- κοινό αντιμετωπίζονται ως ενεργοί «παραγωγοκαταναλωτές» που καταναλώνουν κριτικά και παράλληλα παράγουν ή και ανασχηματίζουν δημιουργικά μιντιακά προϊόντα αναπτύσσοντας δυναμική σχέση με τα Μέσα. Αυτό σημαίνει ότι αφενός διαβάζουν τα Μέσα κατανοώντας τη γραμματική τους και απευθύνοντας κρίσιμα ερωτήματα γι’ αυτά που βλέπουν, διαβάζουν, ακούν και αφετέρου δημιουργούν πολυτροπικά ή και διαδραστικά μιντιακά περιεχόμενα που έχουν προσωπική ή και κοινωνική αξία. Ως εκ τούτου, οι μαθητές στα σχολεία που διδάσκονται τα Μέσα εξασκούνται να «γράφουν» και να «διαβάζουν» τα Μέσα. Μαθαίνουν να αποκωδικοποιούν τα ιδεολογικά περιεχόμενα των Μέσων αποκαλύπτοντας τις υποκείμενες δομές, εξερευνούν θέματα εξουσίας, οικονομίας, ιδιοκτησίας, χειραγώγησης, προπαγάνδας, ψευδών ειδήσεων, διαφήμισης, ελευθερίας λόγου, δεοντολογίας κ.ά. και ταυτόχρονα παράγουν τα δικά τους μιντιακά προϊόντα αποσκοπώντας στη δημοκρατική συμμετοχή και κοινωνική αλλαγή για το κοινό καλό. Η εις βάθος κατανόηση της «γλώσσας» των Μέσων και της επικοινωνίας σε συνδυασμό με την αξιοποίησή της για δράσεις με νόημα αναμένεται να ενδυναμώσει τους μαθητές, ώστε να λαμβάνουν συνετές αποφάσεις και να συμμετέχουν ενεργά στην κοινωνία και τη δημοκρατική διαδικασία. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η Εκπαίδευση στα Μέσα δεν είναι πολυτέλεια ή ακόμη ένα γνωστικό αντικείμενο που έρχεται να επιβαρύνει τη σχολική καθημερινότητα, αλλά μια πράξη ευθύνης προς τους μαθητές του 21ου αιώνα.
Στην Κύπρο, ωστόσο, στην απουσία επίσημης στρατηγικής, η Εκπαίδευση στα Μέσα αποτελεί πεδίο ενασχόλησης μιας μικρής μερίδας ενθουσιωδών δρώντων. Στα σχολεία περιορίζεται στις φιλότιμες πρωτοβουλίες μεμονωμένων εκπαιδευτικών και στα αξιόλογα -πλην περιορισμένης έκτασης- βιωματικά εργαστήρια που προσφέρει η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης. Αντ’ αυτού, υλοποιούνται πολλά προγράμματα, ημερίδες, διαγωνισμοί που δίνουν έμφαση στην ασφάλεια στο διαδίκτυο και την προστασία. Χωρίς να μηδενίζεται η αξία των συγκεκριμένων προγραμμάτων, η επίδρασή τους θεωρείται περιορισμένη, αφού δεν αντιμετωπίζουν τα Μέσα μέσα από μία ολιστική προοπτική. Αποσκοπούν, κυρίως, στην υπόδειξη μιας «κανονικής» συμπεριφοράς προτείνοντας στους μαθητές τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνουν, παρά δημιουργούν ευκαιρίες να εξερευνήσουν τη μιντιακή οικολογία και τον τρόπο που τα μηνύματα κατασκευάζονται. Ταυτόχρονα, η συνεχής επίκληση της προστασίας των παιδιών από τους κινδύνους που ελλοχεύουν στο διαδίκτυο και γενικά στα Μέσα εγκλωβίζει τους εκπαιδευτικούς στον ρόλο του επιτηρητή και του προστάτη. Η τάση αυτή τροφοδοτείται από τον δημόσιο λόγο που υπερτονίζει τους κινδύνους στα Μέσα διασπείροντας ηθικό πανικό με αποτέλεσμα τα Μέσα να θεωρούνται ένα επικίνδυνο ή και απαγορευμένο πεδίο για την εκπαίδευση. Εξ αυτού, η ασφάλεια στο διαδίκτυο εκλαμβάνεται ως «ασπίδα», ήτοι ως μία άκρως θεραπευτική για τον μαθητή και χρήσιμη για την κοινωνία ιερή αποστολή, εν αντιθέσει με την Εκπαίδευση στα Μέσα που προκαλεί τις εγκαθιδρυμένες προκαταλήψεις και το κυρίαρχο έθος.
Τα σχολεία χρειάζονται περισσότερα από περιορισμούς και απαγορεύσεις για να μπορέσουν να ανταποκριθούν στο ιστορικό τους καθήκον, το οποίο είναι η καλλιέργεια ενημερωμένων, δημοκρατικών και υπεύθυνων μαθητών-πολιτών που θα ατενίζουν κριτικά και με αυτοπεποίθηση την πολυπλοκότητα του σύγχρονου κόσμου. Τούτο, φυσικά, δεν μπορεί να επιτευχθεί με την καχυποψία της επίσημης εκπαίδευσης απέναντι στα Μέσα όπως εκδηλώνεται στα προστατευτικού τύπου προγράμματα. Εν ολίγοις, δεν μπορεί κανείς να είναι υπεύθυνος και ενεργός πολίτης αν δεν είναι ταυτόχρονα εγγράμματος στα Μέσα, ούτε βέβαια να προστατευθεί αν δεν είναι πρώτιστα ενδυναμωμένος.
Η Εκπαίδευση στα Μέσα αποτελεί το «σπαθί» που «οπλίζει» τους μαθητές με δεξιότητες κριτικής ανάλυσης, δίνοντάς τους δύναμη να επηρεάσουν την κοινωνία διαμέσου των Μέσων ως εργαλείων έκφρασης και δράσης. Η πανθομολογούμενη αλλαγή που αναμένει η κοινωνία από την εκπαίδευση στον σύγχρονο μεσοποιημένο κόσμο αναπόφευκτα και αναγκαστικά έχει προμετωπίδα την Εκπαίδευση στα Μέσα.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου