Του Αντώνη Ζαρίντα
Ο όρος «Παιδεία για τα Μέσα» πρωτοεμφανίστηκε σε επίσημα έγγραφα στην Κύπρο τον Δεκέμβριο του 2010 στο πλαίσιο εναρμόνισης της κυπριακής νομοθεσίας με ευρωπαϊκή ντιρεκτίβα. Με βάση τις διατάξεις της ευρωπαϊκής οδηγίας 2007/65/ΕΚ και την ενσωμάτωση των προνοιών της στον περί ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών νόμο 7(Ι) του 1998, εισήχθη στην κυπριακή ραδιοτηλεοπτική νομοθεσία η «Παιδεία για τα Μέσα» ως ακολούθως:
«Ο όρος “Παιδεία για τα Μέσα” σημαίνει την ικανότητα πρόσβασης, κατανόησης και κριτικής αξιολόγησης των διαφόρων πτυχών των μέσων επικοινωνίας και του περιεχομένου τους, καθώς και την δυνατότητα έκφρασης σε διαφορετικές μορφές επικοινωνίας, κυρίως μέσα από τις νέες τεχνολογίες».
Συνακόλουθα, η θεσμική ευθύνη προώθησης της παιδείας στα Μέσα στην Κυπριακή Δημοκρατία ανατέθηκε στην Αρχή Ραδιοτηλεόρασης.
Η παιδεία στα Μέσα αποτελεί βασική δεξιότητα ζωής σ’ έναν κόσμο εκρηκτικής αύξησης και διακίνησης πληροφοριών. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να καλλιεργείται σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας. Σημαίνοντα ρόλο όμως καλούνται να διαδραματίσουν τα σχολεία. Ωστόσο, στον χώρο της εκπαίδευσης δεν υπάρχει επίσημη πολιτική για το θέμα. Η παιδεία στα Μέσα περιλαμβάνεται στα αναλυτικά προγράμματα εμμέσως. Σταχυολογούνται κάποιες σχετικές ικανότητες, χωρίς να ονοματίζονται ξεκάθαρα, αλλά με το να συνάγονται από το περιεχόμενο. Στην απουσία ολοκληρωμένου σχεδιασμού, η διδασκαλία των Μέσων στα σχολεία επαφίεται στις μεμονωμένες πρωτοβουλίες που διάφοροι εκπαιδευτικοί αναλαμβάνουν σε εθελοντική βάση.
Υπ’ αυτές τι συνθήκες, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η έρευνα του «European Association for Viewers' Interests» (2010) για λογαριασμό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατέταξε την Κύπρο στην εικοστή πέμπτη θέση από τα είκοσι επτά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την εγγραμματοσύνη στα Μέσα. Ανάλογη εικόνα έδειξε και η έρευνα «EU Kids Online» του London School of Economics, η οποία πραγματοποιήθηκε το 2010 ανάμεσα σε 25.142 παιδιά ηλικίας 9-16 ετών από είκοσι πέντε ευρωπαϊκές χώρες. Συγκεκριμένα, η Κύπρος κατετάγη στην εικοστή θέση όσον αφορά τον ψηφιακό γραμματισμό. Μεταξύ άλλων, η έρευνα έδειξε ότι το 70% των παιδιών στην Κύπρο μπαίνουν κάθε μέρα ή σχεδόν κάθε μέρα διαδίκτυο, με το 73% να έχουν ένα δικό τους προφίλ σε κάποιο κοινωνικό δίκτυο. Είναι εμφανές ότι τα παιδιά -οι σημερινοί “screen agers” κατά τον θεωρητικό των Μέσων Ντάγκλας Ρούσκοφ- χρησιμοποιούν αδιάκοπα τα νέα Μέσα, δίχως όμως το παιδαγωγικό πλαίσιο που θα τα βοηθήσει να ενδυναμωθούν ώστε να προσεγγίζουν κριτικά και να αξιοποιούν ουσιαστικά και δημιουργικά τις ποικίλες δυνατότητες που προσφέρονται.
Ο κυπριακός εκπαιδευτικός σχεδιασμός φαίνεται να αγνοεί την παιδεία στα Μέσα και τις δεξιότητες γραμματισμού στα Μέσα. Αντιθέτως, επικεντρώνεται και προωθεί την ενσωμάτωση στη διδασκαλία των τεχνολογιών πληροφορίας και επικοινωνίας (ΤΠΕ) και την ασφάλεια στο διαδίκτυο μέσα από πληθώρα προγραμμάτων και επιμορφωτικών δράσεων. Δίνοντας έμφαση σε δεξιότητες χρήσης και ασφαλείας το κυπριακό εκπαιδευτικό παράδειγμα φαίνεται να επιβεβαιώνει την ευρύτερη σύγχυση της εκπαίδευσης στα Μέσα με την εκπαιδευτική τεχνολογία. Στην ουσία, αυτό που εφαρμόζεται στην Κύπρο είναι εκπαίδευση με τα Μέσα και όχι στα Μέσα. Στο επίκεντρο των εκπαιδευτικών προγραμμάτων που προσφέρονται τοποθετούνται οι τεχνικές δεξιότητες χρήσης των Μέσων και η ασφάλεια. Κανένα, όμως, εξ αυτών δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένο πρότζεκτ παιδείας στα Μέσα, αφού δεν επιδιώκεται ρητά η κριτική συμμετοχή, ο αναστοχασμός των προσωπικών μιντιακών συνηθειών, ο προβληματισμός για τις πολιτισμικές, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές συνέπειες των ΜΜΕ. Μολαταύτα, τα προγράμματα και οι δράσεις αυτές χαίρουν σημαντικής κοινωνικής υποστήριξης, αποδοχής από τους εκπαιδευτικούς και δημοσιότητας από τα ΜΜΕ.
Η επικρατούσα αντίληψη σχετικά με τα Μέσα και τον ρόλο των ενηλίκων -και δη των εκπαιδευτικών- είναι ότι πρέπει να αφορά τον έλεγχο, τη ρύθμιση και τον περιορισμό. Αυτή η πατερναλιστική στάση είναι διάχυτη στην Κύπρο. Ιδιαίτερα, η πτυχή της ασφάλειας είναι αρκετά δημοφιλής. Η έποψη ότι το σχολείο οφείλει να έχει ως ύψιστη προτεραιότητα την προστασία των παιδιών από τους κινδύνους που ελλοχεύουν στο διαδίκτυο απολαμβάνει ευρείας αποδοχής ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς κύκλους. Η ασφάλεια στο διαδίκτυο προσλαμβάνεται ως μια άκρως θεραπευτική για το παιδί και χρήσιμη για την κοινωνία ιερή αποστολή, σε αντίθεση με την παιδεία στα Μέσα που προκαλεί τους παραδοσιακούς ρόλους και το κυρίαρχο έθος. Στην εποχή της πρόταξης κάθε λογής κινδύνου, ο παρωχημένος ρόλος του εκπαιδευτικού ως «ιεραπόστολου» και «προστάτη» των παιδιών αποκτά νέα αιχμή. Εξού και οι προστατευτικού τύπου παρεμβάσεις γίνονται αποδεκτές με ζέση. Οι διδάσκοντες νιώθουν ότι πατούν σε στέρεο έδαφος, αφού η θέσπιση κανόνων είναι μια διαδικασία σύμφυτη με τη «φύση» του δασκάλου. Τα παιδιά ανταποκρίνονται χωρίς προβλήματα αντιλαμβανόμενα τι αναμένει το σχολείο να λένε και οι εκπαιδευτικοί διατηρούν τον ρόλο του «μύστη» που γνωρίζει τις απαντήσεις και το καλό τους. Ουσιαστικά, ο προστατευτισμός είναι από τις τελευταίες απέλπιδες προσπάθειες του παραδοσιακού σχολείου να διατηρήσει την αυθεντία παρέχοντας «προστασία» σε παιδιά που συνήθως γνωρίζουν καλύτερα τον κόσμο των Μέσων από τους δασκάλους τους. Αναπόφευκτα, λοιπόν, τα σχολεία γεμίζουν κανόνες που με την πρώτη εξωσχολική ευκαιρία διαρρηγνύονται, ένεκα της απουσίας ενός ολιστικού προγράμματος παιδείας στα Μέσα που καλλιεργεί την κριτική αυτονομία. Η μιντιακή παιδεία ενδυναμώνει τα παιδιά με δεξιότητες κριτικής ανάλυσης και δημιουργικής παραγωγής, ενώ ταυτόχρονα υποδέχεται στην τάξη τις ανάγκες και απολαύσεις των παιδιών. Επιτρέπει την ανάληψη ρίσκου, ενθαρρύνει τη δημιουργική ενασχόληση με τα Μέσα και την κριτική ενατένιση του μιντιακού οικοσυστήματος, αποδέχεται και αξιοποιεί τις εμπειρίες των παιδιών με τη δημοφιλή κουλτούρα, τοποθετεί τα μιντιακά προϊόντα στο ευρύτερο κοινωνικό, πολιτισμικό, οικονομικό, ιδεολογικό πλαίσιο. Ο προστατευτισμός, απεναντίας, υπονομεύει τις ικανότητες των παιδιών να αναπτύξουν υγιείς αντιδράσεις στα ρίσκα και κατά συνέπεια αυτοαναιρείται.
Με βάση τα παραπάνω διαλαμβανόμενα, η Κύπρος απέχει παρασάγγας από τις υποδείξεις της ΟΥΝΕΣΚΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και από τα καλά παραδείγματα άλλων χωρών (βλ. Φινλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο κ.ά.). Δεν υπάρχει επίσημο στρατηγικό πλάνο πνοής, πρόγραμμα επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών ή και κάποιο δομημένο πρόγραμμα παιδείας στα Μέσα προς εφαρμογή έστω και πιλοτικά στα σχολεία. Συν τοις άλλοις, υπάρχει έλλειψη οράματος και συλλογικής προσπάθειας για να καλλιεργηθεί ο γραμματισμός στα Μέσα σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, όχι μόνο στους μαθητές, αλλά και στους ηλικιωμένους, στις μειονότητες, στους μη προνομιούχους κ.λπ.. Ταυτόχρονα, απουσιάζουν όμιλοι εκπαιδευτικών που να έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το θέμα, καθώς και οργανώσεις πολιτών που να στοχεύουν τη διάδοση της μιντιακής παιδείας. Κατά συνέπεια, το πεδίο στην Κύπρο παραμένει οδυνηρά υποτιμημένο με εμφανείς συνέπειες στη μάθηση και την κοινωνία γενικότερα.
Αντώνης Ζαρίντας
Δάσκαλος
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου