Απαρχή της εκπαιδευτικής τηλεόρασης μπορεί να θεωρηθεί η δημοφιλής εκπομπή «Sesame street» το 1969 στις ΗΠΑ. Ο στόχος των παραγωγών ήταν να αξιοποιήσουν τις καθηλωτικές κι εθιστικές ιδιότητες του Μέσου της τηλεόρασης για καλό σκοπό και πιο συγκεκριμένα για να προετοιμάσουν τα παιδιά προσχολικής ηλικίας για το σχολείο. Η προσπάθειά τους βασιζόταν στην παραδοχή ότι εάν καταφέρεις να αποσπάσεις την προσοχή των παιδιών, τότε μπορείς να τα εκπαιδεύσεις. Η εκπομπή έλαβε ευρεία αποδοχή κι η τηλεθέαση ήταν διαρκώς υψηλή. Σταδιακά ξέφυγε από το τοπικό πλαίσιο κι αναδείχθηκε η ναυαρχίδα της παγκόσμιας εκπαιδευτικής τηλεόρασης. Μέχρι το 2019 διάφορα επεισόδια μεταγλωττίστηκαν σε εβδομήντα γλώσσες και σε είκοσι χώρες δόθηκαν δικαιώματα για παραγωγή δικού τους «Sesame street».
Ο διάλογος για την εκπαιδευτική τηλεόραση χρονολογείται. Ήδη από τη δεκαετία του 1970, με αφορμή την τεράστια επιτυχία του «Sesame street», διάφοροι θεωρητικοί των Μέσων και της Παιδαγωγικής παρακολουθούν κι αναλύουν το πεδίο (βλ. Postman, Fairclough, Gladwell, Buckingham, Πλειός κ.ά.). Κοινή συνισταμένη αποτελεί η αναγνώριση της επικράτησης της ιδεολογίας της εικόνας, η οποία αποθεώνεται στην τηλεόραση. Εξ αυτού, κάθε τηλεοπτικό προϊόν, είτε είναι μορφωτικό είτε όχι, αναπόφευκτα δομείται γύρω από την εικόνα επιδιώκοντας τη συναισθηματική διέγερση.
Η διακριτή «γλώσσα», λοιπόν, της τηλεόρασης, καθορίζει με σαφήνεια τη μορφή και το περιεχόμενο κάθε εκπομπής συμπεριλαμβανομένης της εκπαιδευτικής. Πληροφορίες και αισθητικό υλικό αναμειγνύονται δημιουργώντας ένα υβριδικό αποτέλεσμα εκπαίδευσης και διασκέδασης (βλ. διασκαίδευση/edutainment).
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η εκπαιδευτική τηλεόραση δεν μπορεί να θεωρηθεί βασικός φορέας γνώσης και μάθησης, αλλά ένα ακόμα τηλεοπτικό σόου παράθεσης πληροφοριών με ευχάριστο τρόπο. Είναι περισσότερο τηλεόραση παρά εκπαίδευση, αφού αναπόφευκτα υιοθετεί τα χαρακτηριστικά και τις συμβάσεις του Μέσου μέσω του οποίου κατασκευάζεται, όπως για παράδειγμα:
- Αυτοτέλεια. Κάθε εκπομπή είναι ένα ολοκληρωμένο αυτόνομο πακέτο χωρίς αλληλουχία και συνέχεια. Οποιοσδήποτε τηλεθεατής μπορεί να παρακολουθήσει το παρόν χωρίς την προϋπόθεση να έχει παρακολουθήσει το παρελθόν ή την απαίτηση του μέλλοντος. Ως εκ τούτου, υπονομεύεται η σχολική θεώρηση ότι η γνώση σταδιακά οικοδομείται πάνω σε θεμέλια που μπήκαν σε προγενέστερο χρόνο και θα ανασυρθεί σε εύθετο.
- Απλοϊκότητα. Κάθε εκπομπή είναι δομημένη με όσο πιο απλό τρόπο γίνεται. Το περίπλοκο κουράζει τον τηλεθεατή, ο οποίος ανά πάσα στιγμή μπορεί να κάνει ζάπινγκ. Για να μην συμβεί αυτό, μια ευχάριστη επιφανειακότητα εμποτίζει κάθε τηλεοπτικό λεπτό. Ως εκ τούτου, υπονομεύεται η σχολική θεώρηση ότι η γνώση απαιτεί κοπιώδη εις βάθος επεξεργασία.
- Αφήγηση. Κάθε εκπομπή είναι μια αφήγηση συνοδευόμενη από εικόνες και μουσική. Οποιοσδήποτε άλλος τύπος λόγου συνήθως δεν προτιμάται, αφού δεν μπορεί να αναπαρασταθεί επαρκώς με θεατρικό τρόπο στην τηλεόραση. Ως εκ τούτου, υπονομεύεται η σχολική θεώρηση ότι η γνώση συντελείται σε ένα πλέγμα διάφορων τρόπων, τύπων, ειδών λόγου κι επικοινωνίας και διαπραγμάτευσης των διαφορών τους.
Με βάση τις προαναφερθείσες διαπιστώσεις, καθίσταται σαφές ότι η μορφή της εκπαιδευτικής τηλεόρασης διαμορφώνεται από τη «λογική του Μέσου» και τις δομικές ιδιότητές του. Συν τοις άλλοις, απευθύνεται σ’ ένα άγνωστο κι ετερογενές ακροατήριο αδυνατώντας αντικειμενικά να ελέγξει τι και πώς κατανοήθηκε, όπως θα συνέβαινε στη διά ζώσης εκπαίδευση στην τάξη. Η ενεργοποίηση του μαθητή/τηλεθεατή γίνεται οικειοθελώς από τον καναπέ, με την κατανόηση να εξαρτάται από τον βαθμό της ατομικής του αποκωδικοποίησης -εντείνοντας, σε τελική ανάλυση, τις υφιστάμενες μαθησιακές ανισότητες.
Ο Νιλ Πόστμαν (1985), ένας οξυδερκής και διεισδυτικός μελετητής των Μέσων και της εκπαιδευτικής τηλεόρασης, περιγράφει το φαινόμενο με ευθύ και εναργή τρόπο:
«Ενώ μια τάξη είναι πεδίο κοινωνικής αλληλεπίδρασης, ο χώρος μπροστά σε μια συσκευή τηλεόρασης είναι πεδίο απομόνωσης. Ενώ σε μια τάξη μπορεί κάποιος να ρωτήσει τον δάσκαλο μερικά πράγματα, δεν μπορεί να ρωτήσει τίποτα την οθόνη της τηλεόρασης. Ενώ το σχολείο επικεντρώνεται στην ανάπτυξη της γλώσσας, η τηλεόραση απαιτεί προσήλωση στην εικόνα. Ενώ το να πηγαίνει κάποιος στο σχολείο επιβάλλεται από τον νόμο, το να βλέπει τηλεόραση είναι πράξη ελεύθερης επιλογής. Ενώ στο σχολείο, αν κάποιος δεν παρακολουθεί τον δάσκαλο μπορεί να τιμωρηθεί, καμία ποινή δεν επιβάλλεται σε όποιον δεν παρακολουθεί την οθόνη της τηλεόρασης. Ενώ το να έχει κάποιος σωστή συμπεριφορά στο σχολείο σημαίνει σεβασμό των κανόνων δημόσιας ευπρέπειας, η παρακολούθηση της τηλεόρασης δεν απαιτεί κάτι ανάλογο γιατί δεν γνωρίζει την έννοια της δημόσιας ευπρέπειας. Ενώ σε μια τάξη, η διασκέδαση δεν είναι ποτέ κάτι περισσότερο από ένα μέσο για την επίτευξη κάποιου στόχου, στην τηλεόραση είναι αυτοσκοπός.»
Είναι γι’ αυτούς τους λόγους που διαπίστωσε ότι η εκπαιδευτική τηλεόραση δεν παροτρύνει τα παιδιά να αγαπήσουν το σχολείο ή ό,τι αφορά το σχολείο, αλλά τα παροτρύνει να αγαπήσουν την τηλεόραση.
Μολαταύτα, η εκπαιδευτική τηλεόραση εγκλείει κάποια θετικά στοιχεία. Εξασφαλίζει, κατ’ αρχάς, το δικαίωμα μιας μερίδας τηλεθεατών για ένα διαφορετικό τηλεοπτικό προϊόν. Δημιουργεί, επίσης, ένα αποθετήριο εκπομπών, οι οποίες μπορούν να προβληθούν και να αξιοποιηθούν μέσα στην τάξη σε μελλοντικό χρόνο και τέλος αναδεικνύει τον ρόλο των δασκάλων κι επικοινωνεί προς τα «έξω» δημιουργίες των παιδιών.
Συμπερασματικά, η εκπαιδευτική τηλεόραση δεν μπορεί να αποτελέσει βασικό πυλώνα μάθησης της σχολικής γνώσης. Η τηλεόραση, κατά κανόνα, αντιμετωπίζει με διαφορετικό τρόπο τη γνώση και τη μάθηση. Μπορεί να προσφέρει μια θελκτικότητα, ωστόσο κατακερματίζει τη μαθησιακή ροή, υποβιβάζει τη γνώση σε πληροφόρηση κι αναβιβάζει την εικόνα έναντι του λόγου και το θέαμα έναντι της διδασκαλίας.
ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΖΑΡΙΝΤΑ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου