Τα παιδιά, οι έφηβοι και οι νέοι του σήμερα έχουν γεννηθεί μέσα σε μια πολιτισμική και τεχνολογική επανάσταση με έμβλημα τις οθόνες, η οποία καθορίζει και οριοθετεί με ευδιάκριτο τρόπο τις αντιλήψεις και τις συνήθειές τους στη ζωή. Ο Αμερικάνος θεωρητικός των Μέσων Ντάγκλας Ρούσκοφ, αποκάλεσε τη νέα γενιά «screen-agers», επειδή η ενασχόλησή τους με τα Μέσα δεν διαχωρίζεται ανάλογα με το Μέσο, αλλά συμπυκνώνεται σε μια σειρά οθονών που έχουν πρόσβαση και χειρίζονται επιδέξια. Παρομοίως ο Μαρκ Πρένσκι, Αμερικανός συγγραφέας, χαρακτήρισε τα σημερινά παιδιά «digital natives», υποστηρίζοντας ότι η «μητρική» τους γλώσσα είναι η ψηφιακή.
Η πλήρης μεσοποίηση της ζωής μετασχηματίζει τη χρήση και επίδραση των Μέσων στην καθημερινή ζωή. Τα παιδιά δεν θεωρούν τα Μέσα ως διακριτά προϊόντα που επηρεάζουν τις ζωές τους, αλλά ως στοιχεία της κουλτούρας τους. Επικοινωνούν ακώλυτα χρησιμοποιώντας εικόνες, ήχους, βίντεο, λέξεις βιώνοντας τον κόσμο όχι υπό τα φυσικά του όρια, αλλά ως ένα στιγμιαίο παγκόσμιο δίκτυο ασύρματων διασυνδέσεων. Ουσιαστικά, τα Μέσα έχουν εγγραφεί τόσο βαθιά στη ζωή του σύγχρονου ατόμου και δη του παιδιού, ώστε να αποτελούν προέκταση της ύπαρξής του.
Τα σημερινά παιδιά είναι και θα συνεχίσουν να είναι εκτεθειμένα στα μαζικά Μέσα όσο καμία άλλη γενιά στην ιστορία. Μεγαλώνουν, όπως εύστοχα επισημαίνει ο καθηγητής Γιώργος Πλειός, στο σημειωτικό και διακειμενικό σύμπαν ενός ατέρμονου μηντιακού εμπορευματικού συμβολισμού αντιφατικών και ανάμεικτων μηνυμάτων.
Η παγκοσμιοποιημένη οικονομία της ύστερης νεωτερικότητας συνδέει την παιδική κουλτούρα με τις εμπορικές δραστηριότητες των μεγάλων μηντιακών οργανισμών. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, τα παιδιά ανακαλύφθηκαν ως μια νέα αγορά-στόχος. Το όριο στο οποίο τελειώνει η παιδική ηλικία –τουλάχιστον όσον αφορά τις βιομηχανίες των Μέσων– μειώνεται διαρκώς. Τα παιδιά, δηλαδή, μεγαλώνουν σε μικρότερη ηλικία προκαλώντας τριγμούς στην οικογένεια και το σχολείο. Φαίνεται ότι στις σύγχρονες κοινωνίες οι τεχνολογίες των Μέσων ασκούν μεγαλύτερη επίδραση στην κοινωνικοποίηση των παιδιών απ’ ότι οι γονείς και το σχολείο. Αναμφίβολα, οι εξελίξεις αυτές τοποθετούν τα παιδιά στην εμπροσθοφυλακή της εν εξελίξει τεχνολογικής και πολιτισμικής επανάστασης.
Παρά το γεγονός ότι τα παιδιά γίνονται ολοένα και πιο έμπειρα στη χρήση των Μέσων, παρουσιάζουν αδυναμίες ως προς την ικανότητά τους να εξετάζουν κριτικά τα ίδια τα Μέσα. Μαθαίνουν να «διαβάζουν» πληροφορίες από τα Μέσα ενημέρωσης, αλλά δεν φαίνεται να έχουν μάθει ακόμη πώς να τα «διαβάζουν» ως κείμενα. Αξιοποιούν με ευκολία τα Μέσα ως εργαλεία, χωρίς όμως να προβληματίζονται για το περιεχόμενο. Συνεπώς, η ανάγκη να κατανοήσουν τα μηντιακά κείμενα ως κατασκευές με τις δικές τους αισθητικές νόρμες, ειδολογικές συμβάσεις, ιδεολογικές προκαταλήψεις και κώδικες αναπαραστάσεων είναι επείγουσα.
Πιο συγκεκριμένα, χρειάζεται να εξασκηθούν συστηματικά στην ανάλυση της «δημοσιογραφικής γλώσσας» των Μέσων ενημέρωσης απογυμνώνοντας την ιδεολογική –ρητή ή υπόρρητη– πρόθεση, όπως αυτή αποκωδικοποιείται στις γραμματικές/λεξιλογικές και αισθητικές επιλογές του εκάστοτε συγγραφέα. Για τα ηλεκτρονικά κείμενα είναι ωφέλιμη μια ολιστική προσέγγιση εξετάζοντας ακόμη και τις εξωκειμενικές επιλογές που κάνει ο συντάκτης, όπως για παράδειγμα τα εικονιστικά στοιχεία, αφού επηρεάζουν καθοριστικά την κατανόηση του κειμένου.
Αναλύοντας κριτικά όλα τα στοιχεία που οικοδομούν ένα πολυτροπικό μηντιακό κείμενο, τα παιδιά θα μπορούν να εντοπίζουν και να αποδομούν τις ποικίλες επιλογές που κάνουν οι συντάκτες για να διαμορφώσουν και να προωθήσουν τα μηνύματά τους. Πέραν τούτων, τα κείμενα των Μέσων πρέπει να διαβάζονται υπό το πρίσμα της αξιοπιστίας, της τεκμηρίωσης, της οπτικής γωνίας του συγγραφέα, του πλουραλισμού απόψεων, της ισόρροπης παρουσίασης. Ακόμη, χρειάζεται να αναπτυχθεί μια στάση διύλισης πληροφοριών, επιλέγοντας εκείνες που αξίζουν την επεξεργασία και την εμβάθυνση, από εκείνες που είναι παραπλανητικές ή περιττές.
Για να μπορούν τα παιδιά να κινούνται έξυπνα στον μηντιακό ωκεανό, είναι απαραίτητο να αναπτύξουν δεξιότητες γραμματισμού στα Μέσα (Media Literacy) διαμέσου μιας ολιστικής Εκπαίδευσης στα Μέσα (Media Education). Η Εκπαίδευση στα Μέσα αποτελεί μια σύγχρονη προσέγγιση που υποστηρίζει τα παιδιά να πλοηγούνται έξυπνα και κριτικά, να αξιολογούν σωστά τις πληροφορίες τις οποίες συναντούν, αλλά και να αξιοποιούν δημιουργικά τις δικτυακές, κοινωνικές και επικοινωνιακές δυνατότητες των Μέσων.
Εν ολίγοις, μαθαίνουν να ατενίζουν κριτικά και διερευνητικά όλα τα Μέσα –παραδοσιακά και σύγχρονα– με τα οποία αναπόδραστα έρχονται σε επαφή καθημερινώς. Τούτο, όμως, δεν μεταφράζεται σε στείρα επίκριση των πάντων με την υιοθέτηση μιας αμυντικής στάσης καχυποψίας. Ο κριτικός άνθρωπος είναι εκείνος που θέτει ερωτήματα, ειδικά τα δύσκολα και τα θεμελιώδη που συνήθως αποφεύγονται.
Μία πολύ απλή μα εξαιρετικά χρήσιμη τεχνική, η οποία κάλλιστα μπορεί να εφαρμοστεί στο οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον, είναι η διατύπωση συγκεκριμένων ερωτημάτων προς το περιεχόμενο των Μέσων:
- Ποιος είναι ο συγγραφέας και ποιος ο σκοπός του μηνύματος;
- Ποιο είναι το υπό στόχευση κοινό;
- Ποιες τεχνικές χρησιμοποιούνται για να τραβήξουν την προσοχή μας;
- Με ποιους διαφορετικούς τρόπους ερμηνεύουν το μήνυμα διαφορετικοί άνθρωποι;
- Ποιες αξίες, ιδεολογίες, οπτικές παρουσιάζονται και ποιες παραλείπονται;
Απευθύνοντας συστηματικά τα πιο πάνω ερωτήματα στα παιδιά οι εκπαιδευτικοί ή και οι γονείς παρέχουν ευκαιρίες κριτικής και ξεκλειδώνουν νέες οπτικές. Με τον τρόπο αυτό, τα μηντιακά μηνύματα δεν καταναλώνονται απροβλημάτιστα, τουναντίον, αποκωδικοποιούνται υπό το φως της κριτικής. Ο ρόλος των εκπαιδευτικών και των γονέων διαδραματίζει εξέχοντα ρόλο στην καλλιέργεια δεξιοτήτων γραμματισμού στα Μέσα. Είναι κομβικής σημασίας να παρεμβαίνουν, όχι απαγορευτικά, αλλά διαλογικά, συζητώντας το τι βλέπει, ακούει, διαβάζει το παιδί, ποια η σχέση με την πραγματικότητα, πώς αισθάνονται κ.ά. Να υποστηρίξουν, δηλαδή, το παιδί να μετεξελιχθεί από παθητικό θεατή σε δραστήριο δημιουργό και στη συνέχεια σε ενδυναμωμένο κριτικό αναλυτή.
Η προσαρμογή κάθε ανθρώπου στον 21ο αιώνα της επικοινωνίας και των Μέσων δεν είναι πολυτέλεια αλλά μια επείγουσα ανάγκη. Σήμερα δεν αποτελεί πλεονέκτημα να είναι κανείς μηντιακά εγγράμματος αλλά ένα σημαντικό μειονέκτημα να μην είναι. Υπ’ αυτό το πρίσμα, θα ήταν ασύγγνωστο εάν οικογένεια, σχολείο, πολιτεία στερήσουν από τα παιδιά και τους νέους δεξιότητες κριτικής ανάλυσης του περιεχομένου των Μέσων.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου